ανοσοποίηση

ανοσοποίηση
η (κ. -ποιία)
το να αποκτήσει κανείς ανοσία με εμβολιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοσοποιώ
Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunization].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερανοσοποίηση — η, Ν ιατρ. επαναλαμβανόμενη ανοσοποίηση ενός οργανισμού, σύμφωνα με διάφορα σχήματα, με το ίδιο πάντοτε αντιγόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ανοσοποίηση. Η λ., αποτελεί νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperimmunization < hyper (< υπερ *) +… …   Dictionary of Greek

  • ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • εξωτοξίνες — Προϊόντα του μεταβολισμού των βακτηρίων. Μπορούν να διαχωριστούν από το ζωντανό βακτηριακό κύτταρο και να απομονωθούν από μία υγρή καλλιέργεια βακτηρίων με φυγοκέντρηση ή πέρασμα από φίλτρο. Οι τοξίνες που έχουν απομονωθεί ως χημικά καθαρές… …   Dictionary of Greek

  • καταλυτικό αντίσωμα — Αντίσωμα, το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει χρήσιμες χημικές αντιδράσεις. Τα κ.α. παράγονται με ανοσοποίηση, με τη χρήση αντιγονικών μορίων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί να μοιάζουν με το ενδιάμεσο στάδιο της επιθυμητής αντίδρασης (στάδιο δέσμευσης …   Dictionary of Greek

  • Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …   Dictionary of Greek

  • ανοσοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, με εμβολιασμό ή άλλον τρόπο κάνω κάποιον απρόσβλητο στις αρρώστιες: Η ιατρική, με τη βοήθεια της χημείας, έχει επιτύχει να ανοσοποιήσει τον οργανισμό του ανθρώπου σε πολλές αρρώστιες. Ουσ. ανοσοποίηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίσωμα — το ώματος, ουσία που αναπτύσσεται στο αίμα και τα υγρά του σώματος με την επίδραση των αντιγόνων (βλ. λ.) και που βοηθά στην ανοσοποίηση του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοξινοθεραπεία — η παθητική ανοσοποίηση με τη χρησιμοποίηση μικροβιακών τοξινών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”